-
1 изменить
изменить 1) αλλάζω, μεταβάλλω \изменить мнение αλλάζω γνώμη 2) (предать ) προδίδω απατώ (нарушить верность) \измениться αλλάζω, μεταβάλλομαι* * *1) αλλάζω, μεταβάλλωизмени́ть мне́ние — αλλάζω γνώμη
2) ( предать) προδίδω; απατώ ( нарушить верность)
См. также в других словарях:
πιβουλεύγω — Ν (στον Ερωτόκρ.) επιβουλεύομαι, γίνομαι δόλιος, δολιεύομαι, προδίδω, απατώ («η χέρα μου πιβούλεψε και δεν τόνε σκοτώνει»). [ΕΤΥΜΟΛ. < επιβουλεύω με σίγηση τού αρκτικού άτονου ε ] … Dictionary of Greek